- στραβισμοῦ
- στραβισμόςsquintingmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετεροφορία — η (οφθαλμ.) στιγμιαία και παροδική λειτουργική διαταραχή τής διόφθαλμης όρασης που έχει σχέση με μεταβολές τής ισορροπίας τών οφθαλμοκινητικών μυών, είδος παροδικού στραβισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < νεολατ. heterophoria < hetero (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μυωπία — (Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού, κατά την οποία οι ακτίνες του προσπίπτοντος φωτός δεν συγκεντρώνονται, όπως είναι το φυσιολογικό, πάνω στον αμφιβληστροειδή, αλλά σ’ ένα σημείο που βρίσκεται πιο μπροστά. Το μάτι του μύωπα, εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
πανάς — Επώνυμο οικογένειας από την Κεφαλονιά, που καταγόταν από ευγενή οίκο της Ισπανίας. Κατά την παράδοση, μέλη του οίκου αυτού πήραν μέρος στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Πολλοί γόνοι της οικογένειας αναφέρονται εγγράφως ως ευγενείς της Κεφαλονιάς … Dictionary of Greek
πρισματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρίσμα 2. αυτός που έχει σχήμα πρίσματος, πρισματοειδής 3. αυτός που αποτελείται από πρίσματα («πρισματική διόπτρα» διόπτρα τής οποίας το ανορθωτικό σύστημα δεν τό αποτελούν φακοί αλλά δύο ισοσκελή… … Dictionary of Greek
στραβοτομία — η, Ν ιατρ. (παλαιότ. όρος) χειρουργική επέμβαση για τη διόρθωση τού στραβισμού … Dictionary of Greek
στραβόμετρο — το, Ν ιατρ. (παλαιότ. όρος) ιατρικό όργανο για τη μέτρηση τού στραβισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + μέτρο] … Dictionary of Greek
συγκλίνω — ΝΑ [κλίνω] κλίνω μαζί με άλλον προς το ίδιο μέρος, ιδίως προς τα μέσα νεοελλ. 1. συγκατανεύω, συμφωνώ 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) συγκλίνων, ουσα, ον α) φυσ. (για αλυσωτή πυρηνική αντίδραση, κυρίως πυρηνική σχάση) αυτός που είναι φθίνοντος ρυθμού … Dictionary of Greek
υπερμετρωπία — (Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού. Στα άτομα που πάσχουν από υ., οι παράλληλες φωτεινές ακτίνες που έρχονται από μακρινά αντικείμενα, μετά τη διάθλαση τους στα οπτικά νεύρα του ματιού, σχηματίζουν την εστία τους, πίσω από τον… … Dictionary of Greek
οφθαλμιατρική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με κάθε τι που αφορά το μάτι, με σκοπό να διατηρήσει την ανατομική και λειτουργική ακεραιότητά του. Από παθολογική άποψη, το οπτικό σύστημα πρέπει να εξετάζεται τόσο στο σύνολό του όσο και σε όλα τα επί… … Dictionary of Greek